- κουμέρκι
- το1. τελωνειακός δασμός που εισέπρατταν οι Βυζαντινοί για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κομμέρκιον*2. παροιμ. «ο βλάχος, αν δεν τού πάρουν το σκιάδι, δεν πλερώνει το κουμέρκι» — λέγεται γι' αυτούς που αντιστέκονται στην εκτέλεση αναπόφευκτων πράξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κομμέρκιον, με κώφωση και απλοποίηση τού διπλού -κ- (< λατ. commercium)].
Dictionary of Greek. 2013.